“Κράτα... ώσπου η ελπίδα να
                                      κάμει το ναυάγιο, όραμά σου!”
*

                                                     P. B. Shelley

 

Αιχμή

 

Νιογέννητο το τρίτο παιδί

στ’ όνειρο και τη θύμηση

του Μέγα Αλέξανδρου.

                                      Πλέριες επιθυμίες

                       σκάλες αδιάβατες, στριφτές.

Mεγάλες ψυχές σε μικρά δωμάτια`

τρεις τα μεσάνυχτα

θρυψαλιάζουν οι πνοές

ξυπνώ, συνήθεια από το βύζαγμα

σουρ… σουρ… πως ακούγονται

οι κατσαρίδες

ήχος γνωστός.

                       Δεν γίνεται αλλιώς

                               κάπως έτσι  συμβαίνει

                    σαν παντρεύεσαι με την τέχνη.

Περνά το φεγγάρι

προδοτικά από τις γρίλιες

και στέκεται έτσι

χωρίς μια δύναμη θαυματουργή.

                       Αργά το χέρι ανάβει το φως

                                        δρασκελά η ματιά  

                στο γύρω των μικρών κρεβατιών,

      επάνω στην κουβέρτα

ξαφνιάζεται ο ποντικός

όσο κι εγώ,

πανικόβλητος φεύγει

κι η ψυχή πανικόβλητη

κι η φωνή κραυγή.

              Ανάθεμα μιζέρια

                κι ευλογημένη τέχνη

                         καθώς με ταξιδεύεις

                              κι εδώ και στα ουράνια…

 

Ξυπνά κι εκείνος

σηκώνει το κορμί στα μαξιλάρια

(αυτά ’ναι πουπουλένια

                                    σχεδόν βασιλικά)

                   σηκώνει τη φωνή σ’ ένα

“ε, και τι μ’ αυτό τι κάνεις έτσι;”

γυρν’ από το άλλο το πλευρό και

“αϊ καληνύχτα”…

                        Φυλλοβολούνε οι παλμοί

                          γοργά κοιτώ τ’άχουμε όλα

                                              μύτες, αυτιά

                                     και δόξα το Θεό

                               δε λείπει τίποτα.

Καλύπτρα τέχνη !

παίρνω το βλασταράκι μου

τον κόρφο μου κατάγιομο προτείνω

                                              και το θρέφω.

Θεέ μου το γάλα να μην έγινε νερό…

και πίνει, πίνει …καμάρι μου

χαμόγελο στην ευτυχία της γύρης.

          Μπορεί κάποτε διαφορετικά να ’ναι

      υπόσχεται ο πατέρας,

σαν πελεκά του νου του τα πλήθη

 

Α! τέχνη, πως σ’αθωώνει τ’ όνειρο…

 

 

* ελεύθερη μετάφραση